Η μακραίωνη ιστορία της ρακής ανάγεται ήδη στα Μινωικά χρόνια, ενώ η τέχνη της απόσταξης βρήκε πρόσφορο έδαφος στον Ελλαδικό χώρο περί τον 15ο αιώνα, καθώς ξεκίνησε από το Άγιον Όρος, όπως μαρτυρούν έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η φήμη της εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη την Τουρκοκρατούμενη Ανατολή, μετατρέποντας την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια σε κέντρα απόσταξης.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Έλληνες μυήθηκαν στην τέχνη παραγωγής της ρακής, καθώς το κρασί, όντας απαγορευμένο από το Κοράνι, έπρεπε να μεταποιηθεί, ώστε να επιτραπεί η κατανάλωσή του. Ωστόσο, οι Οθωμανοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την καλλιέργεια αμπελιών, με αποτέλεσμα το επάγγελμα αυτό να ελληνοκρατηθεί. Σύντομα, οι Έλληνες παραγωγοί της ρακής, μαζί με τους αρωματοποιούς, αποτέλεσαν μια προνομιούχο κοινωνική τάξη.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, οι παραγωγοί της ρακής αναζήτησαν μια νέα ευκαιρία εργασίας και επιβίωσης στον ελλαδικό χώρο, εξαπλώνοντας γρήγορα την τέχνη τους.
Επικρατεί μια διφορούμενη άποψη σχετικά με την προέλευση του ονόματός της. Ονομάζεται ρακή, καθώς προέρχεται από απόσταγμα που παράγεται από ρώγες σταφυλιών (αρχαία ελληνικά: ραξ – ιωνικά: ρωξ). Στην Κρήτη λέγεται και τσικουδιά, επειδή τα στέμφυλα στην κρητική διάλεκτο λέγονται τσίκουδα. Ωστόσο, το τουρκικό ρακί, αποτελεί διαφορετικό ποτό, αφού έχει αρωματικές προσθήκες και είναι διπλής απόσταξης, σε αντίθεση με τη ρακή.
Κατά την παραγωγή του κρασιού, τα υπολείμματα του μούστου σφραγίζονται μέσα σε βαρέλια, όπου παραμένουν μέχρι την ολοκλήρωση της ζύμωσης, καθώς θα είναι έτοιμα για την απόσταξη. Το προϊόν που προκύπτει μετά την ολοκλήρωση της ζύμωσης είναι τα στέμφυλα ή τσίκουδα. Κατόπιν, μεταφέρονται σε βαρέλια ή καζάνια (τα λεγόμενα ρακοκάζανα ή άμβυκες), όπου σφραγισμένα, αρχίζουν να βράζουν και όταν πλέον φθάσουν στην απαιτούμενη θερμοκρασία, ξεκινά η διαδικασία της απόσταξης. Ο αργός ρυθμός αυτής της διαδικασίας φέρνει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Έπειτα, από το καπάκι του καζανιού, μέσα από ένα σωληνάκι που ψύχεται εξωτερικά με νερό, ρέει το απόσταγμα και υγροποιείται ο ατμός που βγαίνει ως τσικουδιά. Το πρώτο τμήμα του αποστάγματος (πρωτόρακο), θεωρείται και το πιο δυνατό. Η ρακή περιέχει περίπου 37% αλκοόλ, καθιστώντας την δικαίως στην κατηγορία με τα πλέον δυνατά αλκοολούχα ποτά.
Η ρακή στην Κρήτη αποτελεί ένδειξη φιλίας, φιλοξενίας και μέσο επικοινωνίας. Με αυτήν ξεπερνούν τις λύπες τους, γιορτάζουν τις χαρές τους και θεραπεύονται από κάθε είδους ψυχικό και σωματικό πόνο. Ολόκληρη η διαδικασία παραγωγής της ρακής, αποτελεί μια ιεροτελεστία για τους κατοίκους του νησιού. Τα περίφημα «καζανέματα» διαρκούν περίπου δύο μήνες και πραγματοποιούνται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Συγκεντρώνονται γύρω από το καζάνι, παίζουν λύρα, στήνουν χορούς, δοκιμάζουν διάφορους παραδοσιακούς μεζέδες της Κρήτης και περιμένουν να έρθει το διάφανο ευωδιαστό νέκταρ.