Η ελιά έκανε την εμφάνιση της ήδη από την αρχαιότητα και θεωρείται από τα πιο σημαντικά δέντρα, καθώς έδωσε τροφή στον άνθρωπο. Ειδικότερα, για τους Έλληνες θεωρείται υψίστης σημασίας δέντρο, μιας και η προέλευση της τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα. Οι άνθρωποι, λοιπόν, εκμεταλλευόμενοι τους καρπούς της, παρήγαγαν το ελαιόλαδο, ανακαλύπτοντας τις ποικίλες χρήσεις του και την πολύτιμη αξία του.
Ωστόσο, οι μέθοδοι παραγωγής ελαιολάδου έχουν διαφοροποιηθεί ανά τους αιώνες, λόγω της ολοένα αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Παλαιότερα, αν και οι άνθρωποι δεν είχαν τα κατάλληλα μέσα, η παραγωγή του ελαιολάδου ακολουθούσε μια ολοκληρωμένη διαδικασία, η οποία παρατίθεται ακολούθως. Αρχικά, μάζευαν τις ελιές με τα χέρια,
αφού τίναζαν τα δέντρα και τις άπλωναν για να ξεραθούν και να μη φθαρούν από τη θερμότητα. Τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων απομακρύνονταν, ενώ το βράδυ οι καρποί σκεπάζονταν με αλάτι και τοποθετούνταν σε συγκεκριμένου είδους μύλους. Πρόκειται για μύλους που αποτελούνταν από μία μυλόπετρα, η οποία γύριζε και κυλούσε πάνω σε μια πέτρινη λεκάνη που περιείχε τις ελιές. Έτσι, επιτυγχανόταν η διαδικασία της σύνθλιψης της ελιάς με στόχο την παραγωγή του λαδιού. Αυτή, όμως, η τεχνική αποδείχτηκε ανεπαρκής, διότι μαζί με τη σάρκα της ελιάς, συνθλίβονταν και τα κουκούτσια, με αποτέλεσμα να χαλάει το ελαιόλαδο. Για το λόγο αυτό, οι Έλληνες ανακάλυψαν ένα νέο είδος μύλου, τον Τραπητή, όπου ένα ζευγάρι μυλόπετρες γυρνούσε γύρω από μια σταθερή δοκό, στηριγμένη στη μέση της λεκάνης, που περιείχε τις ελιές. Με το μηχάνημα αυτό, συνθλίβονταν η σάρκα με το κουκούτσι της ελιάς και διαχωριζόταν ο χυμός. Μετά από την πρώτη σύνθλιψη, ο πολτός βυθιζόταν σε ζεστό νερό και υποβαλλόταν σε μια δεύτερη πίεση με την πρέσα της δοκού σύνθλιψης. Το λάδι μαζί με τους υπόλοιπους χυμούς, που προέκυπταν, συγκεντρωνόταν σε αγγεία για να “ξεκουραστεί”. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σταδίου σύνθλιψης, ο πολτός τοποθετούνταν σε μια ψάθα (η οποία βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το έδαφος), ώστε να απομακρυνθεί το πικρό μέρος. Σε κάθε περίπτωση σύνθλιψης, προέκυπταν διαφορετικές ποιότητες λαδιού, που προορίζονταν για ποικίλες χρήσεις (μαγειρική, παρασκευή ιαματικών αλοιφών κτλ.).
Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων, οι μέθοδοι παραγωγής ελαιολάδου έχουν αλλάξει θεαματικά. Στη σύγχρονη εποχή, η συγκομιδή των καρπών, μπορεί να γίνει με ειδικά μηχανήματα, με τίναγμα του δέντρου με ραβδισμό αλλά και με τα χέρια. Μετά τη συγκομιδή, οι ελιές μεταφέρονται, το συντομότερο δυνατόν, στις μεταποιητικές μονάδες για επεξεργασία. Η μεταφορά πραγματοποιείται με πλαστικά τελάρα
με οπές αερισμού, για να αποφευχθεί η ζύμωση και η ανάπτυξη μούχλας. Στη συνέχεια, οι καρποί εισέρχονται στο ελαιοτριβείο, όπου αδειάζονται σε ένα μεταλλικό χωνί και οδηγούνται στο αποφυλλωτήριο. Εκεί, αέρας ρουφάει τα φύλλα, τα διαχωρίζει από τους καρπούς, οι οποίοι συνεχίζουν το ταξίδι τους για την παραγωγή του ελαιολάδου. Ακολουθεί το στάδιο του πλυσίματος των καρπών, ώστε να καθαριστούν από ξένα υλικά (χώμα, σκόνη).
Έπειτα, οι καρποί αλέθονται σε μεταλλικό μύλο, σφυρόμυλο ή σπαστήρα με οδοντωτούς δίσκους. Μετά την άλεση, η ελαιοζύμη αναμειγνύεται στον μαλακτήρα με την προσθήκη ζεστού νερού. Σε αυτή τη διαδικασία, το ελαιόλαδο διαχωρίζεται και ανεβαίνει σιγά σιγά στην επιφάνεια, καθώς οι σταγόνες του ενώνονται και διαφοροποιούνται από την ελαιομάζα. Στο τελικό στάδιο, της φυγοκέντρισης, παραλαμβάνεται το πολύτιμο ελαιόλαδο, καθώς διαχωρίζεται εντελώς από τον πυρήνα της ελιάς και την υγρασία. Το χρώμα του είναι θολό, διότι οι ουσίες του είναι ακόμα ανάμεικτες και είναι αφιλτράριστο.